μπαλαμούτι

μπαλαμούτι
το
1. απάτη σε χαρτοπαικτικό παιχνίδι
2. (κατ' επέκτ.) δόλος, τέχνασμα, κομπίνα
3. ερωτικές χειρονομίες και θωπείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. palamut].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπαλαμουτιάζω — [μπαλαμούτι] κάνω ερωτικές, ερεθιστικές χειρονομίες και θωπείες …   Dictionary of Greek

  • μπαλαμούτα — η γυναίκα χωρίς ηθικές αναστολές, «εύκολη», που δέχεται να «τής βάζουν χέρι». [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαλαμούτι, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • Γόννοι — I Αρχαία οχυρή πόλη των Περραιβών στη Θεσσαλία. Βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Πηνειού ποταμού, στην είσοδο των Τεμπών. Ερείπια της πόλης βρίσκονται στο χωριό Μπαλαμούτι του Τιρνάβου. Στις ανασκαφές του 1910, βρέθηκαν 700 επιγραφές από τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”